You are on page 1of 8

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα


Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

Πώς να την παλαίψεις τέτοια βαρβαρότητα;

Αντρέας Μακρυγιάννης: Αιχμάλωτος των Τούρκων

Συνέντευξη στο Νίκο Πετρίδη

Ο Αντρέας Μακρυγιάννης το 1974 ήταν 28 χρόνων. Η γυναίκα του ήταν έγκυος


και η κόρη του ήρθε στον κόσμο στις 22 Ιουλίου, την ίδια μέρα που αυτός αιχμαλωτίστηκε
από τους Τούρκους. Τον έσυραν μαζί με άλλους στη Μερσίνα, στα Άδανα, στην Τοκάτη, στην
Αμάσεια, στην Καππαδοκία. Αφέθηκε ελεύθερος στις 28 Οκτωβρίου και τότε είδε για πρώτη
φορά την κόρη του.

Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου άκουσε τα αεροπλάνα πάνω από τη Λευκωσία και
κατάλαβε. Έστειλε τη γυναίκα του στο χωριό και έφυγε για να παρουσιαστεί στη μονάδα του.

-Φτάνω στο στρατόπεδο και βρίσκω μόνο το σκοπό. Του λέω «που είναι το τάγμα»;
Μου λέει «έφυγε και πήγε στο Πενταδάκτυλο». Κάνω αναστροφή και επιστρέφω στο
σημείο που ήταν το τάγμα μου, δύο τρία χιλιόμετρα έξω από τη Λευκωσία. Βρήκα το τάγμα
μου και το διοικητή μου, τον Αντρέα Φωτιάδη, από τους καλύτερους αξιωματικούς.

-Και φύγατε για την πρώτη γραμμή;

-Ναι, αλλά στις 22 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, ώρα 10 το πρωί, διετάχθη να γίνει
οπισθοχώρησις, ενώ είχαμε τις καλύτερες αμυντικές θέσεις. Βέβαια, όχι οχυρά και
χαρακώματα, αλλά κινούμασταν μέσα στα χωράφια, κάτω από τα δέντρα και χτυπούσαμε την
αποβίβαση.

-Είχαν κατεβάσει ήδη αυτοί άρματα;

-Όχι, τα άρματα τα βγάλανε στον κόλπο που έγινε η απόβασις τη Δευτέρα το


μεσημέρι.

-Άρα αργήσανε.

-Αργήσανε πολύ.

-Δεν ήταν πετυχημένη η απόβαση.

-Δεν ήταν καθόλου πετυχημένη. Αφού δεν υπήρχε διέξοδος να βγούνε τα άρματα.
Έπρεπε να φέρουν μπουλντόζες για να ανοίξουν δρόμο, μέσα σε μια χαράδρα ολόκληρη, για
να μπορέσουν να βγουν τα άρματα. Μέχρι τότε άρματα δεν εβγήκασι.

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 1
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

-Αν ήμασταν δηλαδή καλύτερα προετοιμασμένοι…

-…Δε θα βγαίνανε. Στον αιώνα δε θα βγαίνανε. Και θα είχε τη μεγαλύτερη απώλεια η


Τουρκία. Το οποίο οι ίδιοι οι Τούρκοι επαραδεχθήκασι μετά. Δεν ήξεραν τι έκαναν. Όταν
πιαστήκαμε αιχμάλωτοι, ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός, μας έδειξε ένα χάρτη της
Κερύνειας και ρωτάει «η απόβασις έγινε εδώ»; Του λέμε «όχι, δεν εγίνηκεν εδώ, αλλά εδώ».
Δηλαδή κάπου 15 χιλιόμετρα από τον αρχικό τους στόχο. Σε μίαν παραλία, οχτακόσια
πενήντα μέτρα.

-Δε μπορούσαν να αναπτυχθούν δηλαδή.

-Ναι, εγκλωβισθήκασι σε ένα σημείο.-Να επιστρέψουμε στις 22 Ιουλίου, όταν πήρατε


διαταγή οπισθοχώρησης.

-Ναι, η οπισθοχώρησις άρχισε στις δέκα. Ήταν άτακτη όμως, το οποίον ο καθένας
πήγαινε όπου καταλάβαινε.

-Δηλαδή, μόλις δόθηκε το μήνυμα για πίσω, διαλύθηκαν τα πάντα.

-Έτσι έγινε, ενώ καλά κρατούσαμε Σάββατο και Κυριακή. Στην αρχή ήταν
εντυπωσιακό για μας. Ερχότανε πάνω μας με τα όπλα στα χέρια, χωρίς να πυροβολούνε. Όσοι
προσπάθησαν να βγούνε, έφαγαν το κεφάλι τους. Μετά που τους σκοτώσαμε, βρήκαμε πάνω
τους χασίς. Ήτανε όλοι μαστουρωμένοι και κουρεμένοι. Γι’ αυτό λένε πως ήτανε Κούρδοι, που
τους βάλανε μπροστά.

-Για σφαγή δηλαδή.

-Γι’ αυτό τους έβαλαν μπροστά, για σφαγή.

-Όταν σας είπαν να οπισθοχωρήσετε, φαντάζομαι όλοι αρχίσατε να σκέφτεστε τις


οικογένειές σας.

-Τι θα γίνει από δω και πέρα. Μέχρι τότε, μεσημέρι Δευτέρας, οι Τούρκοι το μόνο που
κατάφεραν ήταν να προχωρήσουν προς το δρόμο πεντακόσια εξακόσια μέτρα. Ούτε την
Κερύνεια δεν είχαν πάρει. Ακόμη αντιστεκόταν.

-Η ΕΛΔΥΚ τι έκανε;

-Η ΕΛΔΥΚ ήταν στην πλευρά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Η ΕΛΔΥΚ δύο φορές, για
να μην πω και τρεις φορές, πέρασε το Κόνελι και έφτασε σχεδόν να γύρει τον Πενταδάκτυλον
και να ‘ρθει στην Κερύνειαν. Με πολλά θύματα, αλλά οι Τούρκοι μόλις άκουγαν ότι έρχεται η
ΕΛΔΥΚ, το έβαζαν στα πόδια. Υπάρχουν ντοκιμαντέρ με σκηνές που δείχνουν να φεύγουν οι
Τούρκοι. Αυτοί με τα άρματα, η ΕΛΔΥΚ με τα ΠΑΟ και τους κυνήγαγε. Αλλά πήραν κι αυτοί
διαταγή για οπισθοχώρηση.

-Εσείς τι κάνατε;

-Εμείς οπισθοχωρήσαμε περίπου ένα χιλιόμετρο από το σημείο της απόβασης και
φτάσαμε σ’ ένα μέρος που το λένε Λουκιώτισσα. Εκεί ήταν κι ένα καράβι τούρκικο
μισοβυθισμένο, γεμάτο άρματα. Είχε χτυπηθεί ή από δικούς μας ή από δικούς τους, γιατί
χτύπησαν και δικά τους από λάθος. Πάντως ήταν μισοβουλιαγμένο. Φτάσαμε σ’ ένα σημείον
που ήταν κάμπινγκ…

-Πόσα άτομα ήσασταν;

-Περίπου ογδόντα ενενήντα άτομα.

-Συντεταγμένα δηλαδή.

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 2
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

-Ναι, εμείς δεν τρέχαμε. Είχαμε το λοχαγό μας που έλεγε «ναι μεν κάνουμε
οπισθοχώρηση, αλλά όχι άτακτα. Εμείς είμαστε στρατός. Θα κάνουμε πιο πίσω, θα
καλυφθούμε, θα δούμε τι γίνεται, θα πάρουμε άλλη διαταγή. Ό,τι διαταγές παίρνουμε».
-Επαφή με άλλους είχατε;

-Εσίγησαν τα πάντα. Ούτε ασύρματοι, τίποτα. Καμιά επικοινωνία.

-Σα… χαμένοι.

-Έτσι, σα χαμένοι. Ό,τι κάναμε, μόνοι μας. Ή θα φεύγαμε ή θα μέναμε. Κάποια


στιγμή, ήμασταν με τον υπολοχαγό τον Τάκη Αντωνίου που έπαιζε στο ΑΠΟΕΛ, βλέπω το
λοχαγό μας το Φωτιάδη και φεύγει από κοντά μας. Ήμασταν σ’ ένα ποτάμι, δίπλα στο 251
Τάγμα Πεζικού. Ήταν το πρώτο στρατόπεδο που βομβαρδίστηκε από τους Τούρκους.
Βλέπουμε λοιπόν το Φωτιάδη που φεύγει εξήντα εβδομήντα μέτρα και λέει «ποιος θέλει να
΄ρθει μαζί μου»; Τον ρωτάμε «τι εννοείς κυρ-λοχαγέ»; Μας λέει «εδώ που είμαστε ή
θα πολεμήσουμε ή θα φύγουμε. Εγώ είμαι στρατιωτικός και δε μπορώ να φύγω.
Όποιος θέλει μένει μαζί μου».

-Μείνατε;

-Μείναμε. Μας χτυπούσαν από τα αεροπλάνα, από τα βαπόρια, όλμοι, το πιο φοβερό
όπλο. Εγώ είχα τραυματιστεί ελαφρά από το απόγευμα της Κυριακής. Ο λοχαγός μας ονόμασε
«λόχο μηδέν» κι αρχίσαμε να προχωρούμε, μπροστά, όχι πίσω. Φτάσαμε στον Άγιο
Ιλαρίωνα κι εκεί άρχισαν να μας χτυπούν γερά. Εμείς ούτε κράνη είχαμε, τίποτα. Με τα
πολιτικά τα ρούχα ήμασταν.

Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

Ο Αντρέας Μακρυγιάννης και η μονάδα του εγκλωβίστηκαν σε μια βραχώδη ακτή.


Μόνη διέξοδος η θάλασσα, αλλά πολλοί δεν ήξεραν κολύμπι και δε μπορούσαν να τους
εγκαταλείψουν. Οι Τούρκοι τους καλούσαν να παραδοθούν. Αυτοί αμύνονταν. Τα άρματα
τους είχαν περικυκλώσει και οι όλμοι τους σφυροκοπούσαν συνεχώς. Δεν υπήρχε άλλη λύση.
Οι πρώτοι που σηκώθηκαν με τα χέρια ψηλά, μόλις πλησίασαν στα άρματα εκτελέστηκαν εν
ψυχρώ με ριπές πολυβόλων. Η μάχη ξανάρχισε. Τα πυρομαχικά τελείωναν. Συμφώνησαν όλοι
να παραδοθούν κι ας τους σκότωναν. Οι αξιωματικοί έβγαλαν τα διακριτικά τους και
προχώρησαν με τα χέρια ψηλά. Μόλις πλησίασαν, άρχισε ο ξυλοδαρμός.

-Μετά την πρώτη «υποδοχή», μας έδεσαν τα χέρια και μας έβαλαν το βράδυ της
Δευτέρας σ’ ένα δωμάτιο πολύ μικρό, όλοι μαζί εκατόν δέκα ή εκατόν είκοσι άτομα. Δεμένα
χέρια και πόδια, δε μπορούσαμε ούτε να σταθούμε, ο ένας πάνω στον άλλον.

-Σε ποιο μέρος ήσασταν; Θυμάσαι;

-Περίπου τρία χιλιόμετρα έξω από την Κερύνειαν, Ζητούσαμε κάτι να φάμε, νερό να
πιούμε, τίποτα. Νηστικοί ήμασταν τρεις ημέρες. Από το Σάββατο που πολεμούσαμε, τρώγαμε
ό,τι βρίσκαμε στα περβόλια, αγγουράκια, τομάτες, καρπούζια. Αυτά που μας κράτησαν
κυρίως, ήταν τα χαρούπια. Αφήκαν μας λοιπόν το βράδυ στο δωμάτιο αυτό. Πρωί πρωί μας
έβγαζαν έξω στον ήλιο. Μπρούμυτα όλοι κάτω και να έρχεται ο κάθε ένας Τούρκος
στρατιώτης να σε φτύνει και να σε χτυπά. Ένας εξευτελισμός. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι.
Ένας στρατιώτης έδωσε με το παγούρι του νερό σε ένα δύο δικούς μας, αλλά βγήκε ένας
αξιωματικός και τον χτύπησε με μανία. Βάναυσα. Με πόδια και με όπλο. Τον έκαμεν
άχρηστον πλέον. Πέρασεν η μέρα έτσι, μέσα στον ήλιο. Πέρναγαν άρματα, δημοσιογράφοι,
καμεραμέν, μας κινηματογραφούσαν, μας γιαούχιζαν, μας κορόιδευαν. Κατά τις τρεις το
απόγευμα, φέραν φορτηγά. Άρχισαν να μας πετάν μέσα όπως τα σακιά τα άχυρα. Χέρια
πόδια και μας πετούσαν στο φορτηγό.

-Που σας πήγαν;

-Μέσον του δρόμου από τη Λευκωσία και τον Πενταδάκτυλο, μας επήγαν στο
Μπουγάζι της Κερύνειας, δίπλα σε ένα στρατόπεδο τούρκικο. Μας έλυσαν τα χέρια, αλλά δε
μπορούσαμε να τα κουνήσουμε, γιατί μας τα είχαν δέσει με σύρματα. Πήγα να μιλήσω στον

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 3
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

υπολοχαγό, τον Τάκη τον Αντωνίου και ήρθε ένας Τούρκος και με χτύπαγε, με κλώτσαγε
παντού. Μου ‘χανε σπάσει τα δόντια με τον υποκόπανο και πρήστηκε όλο το στόμα μου. Μετά
μας πήγαν σε κάτι χωράφια και απειλούσαν ότι θα μας εκτελέσουν. Αξιωματικοί,
στρατιώτες και τουρκοκύπριοι πολίτες. Αυτοί ήθελαν να βγάλουν το άχτι τους.

-Σας κράτησαν εκεί στα χωράφια;

-Όχι. Έβγαλαν κατσίκες, ζώα από ένα στάβλο υπαίθριο και μας έβαλαν μέσα. Εκεί
μείναμε τρεις μέρες.

-Φαγητό, νερό;

-Το μόνο που φάγαμε, σχεδόν μία βδομάδα, ήταν ένα τέταρτο ψωμί και δέκα ελιές.
Το νερό που υπήρχε ήταν γλυφό, από μια διάτρηση στο χωράφι και δεν επίνετο.

-Ξύλο;

-Ξύλο άλλο δεν εφάαμεν εκεί. Μας αφήκανε μόνους. Γύρω γύρω είχε στρατό.

-Τι σκεφτόσασταν; Ότι θα σας σκοτώσουν;

-Αυτό περιμέναμε. Ερχόταν ένας Τούρκος αξιωματικός και έλεγε «εσύ, εσύ, εσύ κι
εσύ, γκελ. Ελάτε». Αυτοί εχαθήκασι, είναι αγνοούμενοι. Περιμέναμε τη σειρά μας. Τους
πηγαίναν πρώτα στον τούρκικο σταθμό, το Μπαϊράκ, για να μιλήσουν. Και πολλών εξ αυτών
ακούστηκε η φωνή τους από το Μπαϊράκ. Τους επίεζαν να λένε πως ζητούν συγγνώμη από
τον τουρκικό στρατό, για προπαγάνδα.

-Δεν γύρισαν πίσω;

-Πολλοί εξ αυτών δεν γύρισαν.

-Πόσους πήραν από τους δικούς σας;

-Καμιά τριανταριά άτομα. Σύνολο μέσα στη μάντρα ήμασταν περίπου εξακόσιοι. Είχε
ένα τσίγκινο υπόστεγο και περίμενες να βγει ένας για να μπεις στη σκιά. Τέλη Ιουλίου, βράδυ,
έφεραν λεωφορεία και μας φόρτωσαν με δεμένα χέρια, πόδια και μάτια. Μας πήγαν στο
φρούριο της Κερύνειας. Μετά από τρεις τέσσερις ώρες μας γύρισαν πίσω. Ίσως δεν είχαν
καράβι. Αυτό έγινε δύο βραδιές. Την τρίτη ημέρα, απόγευμα, μας δένουν χέρια, πόδια, μάτια
και με ξύλο μας έβαλαν στα λεωφορεία. Στη διαδρομή είχαμε έναν ιερέα που έβλεπε κρυφά
και μας έλεγε που πάμε. Μας είπε λοιπόν, πως φτάσαμε στο Πέντε Μίλι, εκεί που έγινε η
απόβασις. Κατέβηκε το λεωφορείο μέχρι τη θάλασσα. Μας κατέβαζαν έναν έναν, μας
τραβούσαν από τα μαλλιά, ξύλο, ξύλο, ξύλο, μέχρι να μπούμε εις την αποβατικήν.

-Ξύλο συνέχεια δηλαδή, αν και ήσασταν δεμένοι;

-Ξύλο, ξύλο, από το λεωφορείο μέχρι κάτω. Και μας αναγκάσαν να καθήσουμε στην
αποβατικήν, πάνω στη λαμαρίναν που έκαιγε από τον ήλιο. Άμα σου λέω έκαιγε, θυμάμαι ότι
τραβούσαμε τα κρέατα από πίσω μας κι έβγαιναν. Ο ιερέας που ήταν δίπλα λέει «μας πάνε
σε μεγάλο πλοίο, στην Τουρκία θα μας κατεβάσουνε». Εν τω μεταξύ άλλους τους
ανέβαζαν στη σκάλα και τους έριχναν στη θάλασσα δεμένους και πνίγονταν. Έκανα κι εγώ να
δω κι ο στρατιώτης από πίσω με χτύπησε στον αυχένα κι έμεινα αναίσθητος. Από τότε έχω
τραύμα και ράγισμα και υποφέρω μέχρι τώρα.

-Πότε συνήλθες;

-Ήμουνα ζαλισμένος όταν μας έβαλαν στο μεγάλο το πλοίο. Μας κατέβασαν με ξύλο
στο αμπάρι, όπου ήμασταν χωρισμένοι με συρματοπλέγματα από τους Τούρκους στρατιώτες.
Κάποιος φώναξε όσοι είναι τραυματίες να πλησιάσουν στο συρματόπλεγμα. Επήγαν ένας,
δύο, τρεις, επήγα κι εγώ. Θυμάμαι πολύ καλά πως ο γιατρός ήταν Αμερικανός. Εκ των
υστέρων μάθαμε πως ήταν κι ο πλοίαρχος.

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 4
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

-Το καράβι όμως ήταν τούρκικο.

-Μπορεί να ήταν αμερικάνικο. Ο καπετάνιος πάντως ήταν Αμερικάνος.

-Πότε σας κατέβασαν στην Τουρκία;

-Μετά από εικοσιτέσσερις ώρες ταξίδι, φτάσαμε στη Μερσίνα. Εκεί κατεβήκαμε,
μας έβαλαν σε στρατιωτικά οχήματα και μας πήγανε στις φυλακές των Αδάνων. Εκεί
περίμενε ο Ερυθρός Σταυρός, που επίμενε να μας καταγράψει και μετά να μπούμε στις
φυλακές. Δεν το επιτρέψασι οι Τούρκοι. Εκεί δεκαπέντε μέρες ο Ερυθρός Σταυρός
καθόντανε σ’ ένα αντίσκηνον έξω από τις φυλακές και δεν του επιτρέπανε να μπει
μέσα.

-Μ’ εσάς, τι έγινε;

-Καταλαβαίνεις, μόλις μπήκαμε στη φυλακή μας έβαλαν στην αυλή να κάνουμε
μπάνιο με ένα λάστιχο, μας πήραν τα ρούχα, ό,τι είχαμε χρήσιμο, ό,τι τους άρεσε, μπότες,
ρούχα, τα παίρνασι οι στρατιώτες. Σταυροί, ρολόγια, χρυσαφικά, όλα. Ήταν τα
λάφυρα πολέμου. Από την Κύπρο ακόμη που μας έπιασαν, εγώ είχα το σταυρό και την
αρραβώνα μου μέσα στο σώβρακο. Δεν ήθελα να τα δώσω. Στην Τουρκία δυστυχώς, δε
μπόρεσα να τα γλιτώσω κι ας τα είχα μέσα στο σώβρακο. Τα βρήκαν, τα πήραν, έφαγα και
ξύλο γιατί τα είχα χωσμένα.

-Οι δικοί σας ήξεραν που βρίσκεστε;

-Στις δεκαπέντε μέρες επέτρεψαν στον Ερυθρό Σταυρό να μας καταγράψει, τα


στοιχεία μας, από πού ήμασταν, τι ώρα συλληφθήκαμαν, τα πάντα. Μας επήγαν και σε ένα
άλλο στρατόπεδο, έξω από τα Άδανα, όπου βλέπαμε συστοιχίες πυραύλων. Εκεί μας
είπαν κάποιοι από τους φρουρούς μας, ότι στη Γενεύη γίνονται συζητήσεις κι ότι ίσως αύριο
φύγουμε και πάμε στην Κύπρον. Στις 14 του Αυγούστου, το βράδυ, ήρθε κάποιος από τους
φρουρούς που ο πατέρας του ήταν από τη Σμύρνη, Ιρχάν τον έλεγαν. Ήταν
καλοβυζασμένος που λέμε, θα ήταν Έλληνας όπως υπολογίζαμε. Ήρθε ανήσυχος στο κελί και
με φώναξε. «Τι έγινε μπρε Ιρχάν», του λέγω, «κανένα καλό χαμπέρι»; Μου λέγει,
«πρωί πρωί θα γίνει πόλεμος στην Κύπρον». Πράγματι, από τη στρατιωτική βάση δίπλα
μας, περνούσαν το πρωί από πάνω μας τα αεροπλάνα και πήγαιναν στην Κύπρον.
Καταλαβαίνεις τι γινόταν.

-Τι νιώθατε εσείς; Τι σκεφτόσασταν;

-Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι χτυπιόταν, σκεφτόμασταν τι θα γίνει τώρα. Αργότερα,


περίπου προς το τέλος Αυγούστου, είχαν φέρει κι άλλους αιχμαλώτους από τη δεύτερη
εισβολή. Ένα πρωί μας λένε σηκωθείτε να φύγομε.

-Ο Ερυθρός Σταυρός σας είχε καταγράψει όμως.

-Και τι έγινε; Κι άλλους είχε γράψει. Τους βλέπαμε μέσα στις φυλακές, υπάρχουν
φωτογραφίες. Που είναι; Χάθηκαν. Μας πρόσεχαν όμως κι όλας, για να δείχνουν στους
ξένους πως είναι καλοί. Εκεί μας τάιζαν ένα μήνα ρεβίθια, μελιτζάνες και φακή, όλα ζεστά.

-Ανάκριση, δεν είχε;

-Πως δεν είχε. Όλους μας έπαιρναν, έναν έναν. Όλο το διάδρομο ξύλο αλύπητο.
Μόλις φτάναμε στις φωτογραφίες, μας έφτιαχναν τα μαλλιά για να είμαστε όμορφοι. Μέσα
στην ανάκριση ήταν αξιωματικοί και κοπέλες που τα έγραφαν όλα στις γραφομηχανές. Μας
ρωτούσαν, που υπηρέτησες, γιατί επολέμησες του Τούρκους; Εμείς, έλεγαν, δεν ήρθαμε να
κάνουμε εισβολή, γιατί μας πυροβολούσατε; Ρωτούσαν που είναι τα στρατόπεδα, τι οπλισμό
έχουν, αυτά. Όταν έφτασε η δική μου σειρά, επήγα μέσα στο γραφείο και εκάθησα. Μου λέει
ο Τουρκοκύπριος μεταφραστής «ό,τι σε ρωτάει ο κομαντάντ, πες του την αλήθεια».
Λαλεί μου «τι θα πιείς»; «Έναν καφέ σκέτο» του λέγω. «Βάϊ βάϊ» μου λέει,
«καταλαβαίνεις από καφέ». Πράγματι μου έφερε έναν καφέ, είχε και τσιγάρα εκεί,

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 5
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

ρόθμανς, ντάνχιλλ, ό,τι ήθελες. Επήρα ένα ρόθμανς, κάπνισα. Λαλεί μου «πως επερίμενες
να έρθουν οι Τούρκοι; Με τις βράκες και τα σπαθιά»; Του λέγω «μια ευρωπαϊκή
χώρα σαν την Τουρκία, δεν έχει βράκες στο στρατό της». Λαλεί μου «είσαι
αξιωματικός και υπηρέτησες στο BMH». Αυτό ήταν το νοσοκομείο 57 το λεγόμενο,
στρατιωτικό νοσοκομείο των Άγγλων. «Όχι» του λέγω, «δεν υπηρέτησα εκεί. Μόνο στην
Κερύνεια που εκάματε την απόβασιν». «Σ’ έχω φωτογραφία» μου λέει. «Δείξε μου»
του λέγω. Είχε κάτι φωτογραφίες, αλλά δε μου τις έδειχνε. Εν τω μεταξύ, εγώ όντως
υπηρέτησα στο BMH.

-Δηλαδή μπορεί να σε είχε στ’ αλήθεια φωτογραφία;

-Ίσως. Είχαν απ’ όλη την Κύπρον. Αν του έλεγα όμως ότι υπηρέτησα στο BMH, θα με
ρωτούσε πολλά πράγματα, γιατί εκεί ήταν οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι και άλλα πολλά. Δε
με πίστεψε, αλλά μου λέει «σεϊτάν είσαι», δηλαδή διάβολος, έξυπνος. Μου έδωκε και τρία
τσιγάρα ρόθμανς και μ’ έστειλε πίσω στο κελί, χωρίς να με χτυπήσει.

-Από τα Άδανα πότε σας πήραν;

-Στα τέλη Αυγούστου και μας πήγαν στην Αμάσεια.

-Πάνω στον Πόντο;

-Ναι, ψηλά. Με το τρένο μας πήγαν.

-Σας είπαν που πάτε;

-Όχι. Δεν ξέραμε τίποτα. Μας έβαλαν στα φορτηγά και μας κατέβασαν στο σταθμό,
όπου για να φτάσουμε στα βαγόνια ήταν γύρω στα εκατό μέτρα. Ξύλο! Ξύλο που
εφάγαμεν! Όχι μόνα από το στρατό, αλλά και από τους πολίτες που μαζευτήκασι
κατά χιλιάδες. Να σου ρίχνουν ξύλα, πέτρες, να βλέπεις το τρένο, να τρέχεις και να
μην τελειώνει ο δρόμος για να μπεις και να γλιτώσεις. Κάποτε μπήκαμε και
ξεκινήσαμε. Το ταξίδι ήταν τρεις μέρες δρόμος. Σε κάποιο σημείο είχαν εξετροχιάσει τις
γραμμές του τρένου κι όπως πηγαίναμε ακούγεται θόρυβος, χτυπάνε τα βαγόνια, τρομάξαμε,
βρε τι γίνεται; Είχανε βγάλει τις γραμμές για να πέσει το τρένο στο γκρεμό και να
σκοτωθούμε. Κι ας υπήρχαν και στρατιώτες Τούρκοι μέσα. Δεν τους έκοφτε. Εμείς να
σκοτωθούμε κι ας σκοτωθούν κι αυτοί.

-Και μετά; Σας κατέβασαν από το τρένο;

-Εκεί μείναμε τρεις τέσσερις ώρες, μέχρι να έρθουν λεωφορεία να μας πάρουν.
Μαζεύτηκεν κόσμος με βαριές, τσεκούρια, φτυάρια, μαχαίρια και έφτασαν κοντά
στο τρένο. Προσπαθούσαν να μπουν μέσα στα βαγόνια να μας σκοτώσουν. Ο
στρατός όμως απώθησέ τους, ακόμη και με πυροβολισμούς. Στον αέρα και στα πόδια. Ήρθαν
λεωφορεία, μας έβαλαν μέσα και ξεκινήσαμε μια διαδρομή άγνωστη. Φτάσαμε σε μια πόλη
που τη λέγανε Τοκάτ.

-Στην Τοκάτη.

-Εμείς την ονομάσαμε Τοκάτ – my love. Εκεί μας επιτεθήκασι με τέτοια


βαρβαρότητα, με τέτοιο μίσος, που δεν αφήσανε λεωφορείο γερό, δεν έμεινε
τζάμι, δεν έμεινε τίποτα. Κατέστρεψαν τα λεωφορεία για να μπούνε μέσα να μας
λιντσάρουνε. Ευτυχώς άρχισε ο στρατός και τους επυροβόλαγε κι είχανε
τραυματίες και νεκρούς. Επαρακαλούσαμε το Θεό να φτάσουμε στη φυλακή και
να γλιτώσουμε. Ο μεγαλύτερος φόβος και εμπειρία που ζήσαμε ήταν. Με τα χέρια
δεμένα. Κάποτε φτάσαμε στη φυλακή και μας έβαλαν στα κελιά.

-Στην Αμάσεια πλέον.

-Ναι, στην Αμάσεια. Εκεί εκάτσαμε δύο μήνες περίπου. Τα κελιά ήταν καλύτερα.
Υπήρχαν στην αρχή εικοσιέξι άτομα σε κάθε κελί. Μετά μας πήγαν τον καθένα ξεχωριστά, με
ατομικό κρεβάτι, σεντόνι και κουβέρτα. Τα φαγητά ήταν λίγο καλύτερα. Περάσαμε και δυο

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 6
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

μπαϊράμια και φάγαμε δείγμα κρέατος. Καμιά καραμέλα που και που, περάσαμεν. Αναμέναμε
πότε θα απολυθούμε, αν θα μας λευτέρωναν
-Εκεί, είχε ξύλο;

-Καθημερινώς. Το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη.

-Έναν έναν ή όλους μαζί;

-Έναν έναν. Περνούσες το διάδρομο για να πας στην αυλή να ξεμουδιάσεις


και σε ξεμούδιαζαν αυτοί με τα ξύλα.

-Είχε και Τούρκους φυλακισμένους;

-Ναι, αριστερούς. Στην αριστερή πτέρυγα ήμασταν εμείς και στη δεξιά πτέρυγα
είχαν τους πολιτικούς κρατούμενους.

-Είχατε σχέσεις μαζί τους;

-Βρισκόμασταν μόνο κάθε Παρασκευή, στο λουτρό. Εκεί μας έδωσαν ένα μικρό
ραδιόφωνο και ακούσαμε για πρώτη φορά ότι επέστρεψεν ο Καραμανλής στην Ελλάδα, ότι
έγινε δημοκρατία πάλι.

-Σας συμπεριφέρθηκαν καλά αυτοί.

-Ναι, ναι. Καμιά φορά μας έριχναν και κανένα μήλον από τη δική τους
πλευρά ή έδιναν στους στρατιώτες και μας έφερναν.

-Υπήρχαν και καλοί στρατιώτες δηλαδή.

-Ναι, υπήρχαν. Κάποτε γνώρισα έναν αξιωματικό που ήταν Έλληνας. Μου
έδωσε το χέρι από το παραθυράκι και κάναμε χειραψία. Εμίλα μας στα τούρκικα όμως.

-Έλληνας από πού; Από την Κωνσταντινούπολη;

-Μάλλον. Όταν ήταν μόνος, μιλούσε στα ελληνικά. «Είμαι Έλληνας» μας
είπε, «αλλά είμαι υποχρεωμένος να υπηρετήσω στον τουρκικό στρατό». Του λέω
«δε σε πιστεύουμε». Τότε έβγαλε ένα σταυρό και τον εφίλησε.

-Πότε μάθατε ότι θα σας γυρίσουν πίσω;

-Γύρω στις 24 του Σεπτέμβρη. Είδαμε τις κινήσεις των αξιωματικών, κάπου είχε
αλλάξει η συμπεριφορά των φυλάκων. Στις 24 το βράδυ ήρθε κάποιος Τούρκος στρατιώτης
και μου είπε «ετοίμασε τα πράγματά σου και σε κανα δυο ώρες θα φύγετε». Αυτό μας
το έλεγαν συνέχεια, «αύριο θα φύγετε, αύριο θα φύγετε», για σπάσιμο νεύρων. Έτσι κι
εγώ δεν τον επίστεψα. Είδαμε όμως από τα παραθυράκια και τους στρατιώτες να
ετοιμάζονται για αναχώρηση κι αρχίσαμε να ελπίζουμε.

-Τελικά, πως φύγατε;

-Ήρθαμε μέσον της Καραμανιάς, από τα βουνά. Η Καραμανιά ήταν γεμάτη χιόνια, 24
του Οκτώβρη, σαρανταοκτώ ώρες ταξίδι.

-Ο κόσμος στο δρόμο πως σας συμπεριφέρθηκε;

-Είχε περάσει το μίσος το πολύ, το ‘χανε χωνέψει πλέον. Σε κάποιους σταθμούς που
σταματήσαμε για ανεφοδιασμό, αντιδρούσαν μερικοί. Τελικά φτάσαμε μετά από
σαρανταοκτώ ώρες στη Μερσίνα. Μας βάλανε σε στρατιωτικά οχήματα και μας πήγαν στο
λιμάνι, στα καράβια.

-Και μετά στην Κύπρο.

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 7
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΣΟΝΤΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 1974/Μαρτυρία Ανδρέα
Μακρυγιάννη,Βετεράνου Πολεμιστού-Αιχμαλώτου στην Κύπρο το 1974

-Στις 26 Οκτώβρη φτάσαμε στην Κερύνεια. Δύο μέρες μείναμε σε κάτι φυλακές στην
κατεχόμενη Λευκωσία και τελικά την 28η Οκτωβρίου έγινε η απελευθέρωσις.
-Που σας άφησαν;

-Στο Λήδρα Πάλας. Εκεί ήταν ο Ερυθρός Σταυρός και έγινε η ανταλλαγή.

-Είχε μάθει η γυναίκα σου; Σε περίμεναν;

-Ναι, με περίμεναν. Το είχε μάθει γιατί είχαμε επικοινωνία από την Τουρκία με
γράμματα, μέσον του Ερυθρού Σταυρού. Μία φορά την εβδομάδα έστελνα γράμμα.

-Το πίστευες όταν έφτασες στο Λήδρα Πάλας;

-Όχι. Δεν το πίστευα ότι θα ήμουν ελεύθερος. Κι αυτή τη στιγμή ακόμη, δεν το
πιστεύω. Νομίζω πως είμαι αιχμάλωτος. Δεν το πιστεύω αλήθεια, αλλά θέλω να σου πω ότι
ήμασταν αβέβαιοι.

-Έμεινε κόσμος πίσω;

-Μάλιστα. Δυστυχώς.

-Άξιζε τον κόπο; Η αντίσταση;

-Βεβαίως άξιζε!

-Κι ακόμη αξίζει;

-Και ακόμη αξίζει κι αν χρειαστεί, πάλι θα είμαστε στην πρώτη γραμμή,


παρά τα χρόνια.

-Αντρέα Μακρυγιάννη, σ’ ευχαριστώ πολύ.

Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/06/blog-post_5524.html 8

You might also like